- αγκαλιαστός
- η , ό заключённый в объятия;
περπατούν αγκαλιαστοί — они ходят обнявшись
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περπατούν αγκαλιαστοί — они ходят обнявшись
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγκαλιαστός — ή, ό [αγκαλιάζω] 1. αυτός που τόν έχουν αγκαλιάσει, ο αγκαλιασμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ο αγκαλιαστός α) κάθε χορός που χορεύεται από ζευγάρια αγκαλιασμένα β) (ειδικότερα στην Κρήτη) χορός, κατά τον οποίο οι χορευτές με ζυγό αριθμό συμπλέκουν τα… … Dictionary of Greek
αγκαλιαστός — ή, ό επίρρ. ά αγκαλιασμένος: Χορεύανε σχεδόν αγκαλιαστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκαλιάζω — 1. περικλείω κάποιον ή κάτι στην αγκαλιά μου, σφίγγω στο στήθος μου, περιπτύσσομαι 2. σχηματίζω αγκαλίδες, δεμάτια 3. υποδέχομαι κάποιον με προθυμία, υποστηρίζω, προστατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκαλιά. ΠΑΡ. αγκάλιασμα, αγκαλιαστός] … Dictionary of Greek
περιλαμπαστός — και περλαμπαστός, ή, ό, Ν [περιλαμπάζω] αυτός που τόν έχουν αγκαλιάσει, ο αγκαλιαστός. επίρρ... περιλαμπαστά και περλαμπαστά Ν με εναγκαλισμό, αγκαλιασμένα … Dictionary of Greek