αγκαλιαστός

αγκαλιαστός
η , ό заключённый в объятия;

περπατούν αγκαλιαστοί — они ходят обнявшись


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αγκαλιαστός" в других словарях:

  • αγκαλιαστός — ή, ό [αγκαλιάζω] 1. αυτός που τόν έχουν αγκαλιάσει, ο αγκαλιασμένος 2. το αρσ. ως ουσ. ο αγκαλιαστός α) κάθε χορός που χορεύεται από ζευγάρια αγκαλιασμένα β) (ειδικότερα στην Κρήτη) χορός, κατά τον οποίο οι χορευτές με ζυγό αριθμό συμπλέκουν τα… …   Dictionary of Greek

  • αγκαλιαστός — ή, ό επίρρ. ά αγκαλιασμένος: Χορεύανε σχεδόν αγκαλιαστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκαλιάζω — 1. περικλείω κάποιον ή κάτι στην αγκαλιά μου, σφίγγω στο στήθος μου, περιπτύσσομαι 2. σχηματίζω αγκαλίδες, δεμάτια 3. υποδέχομαι κάποιον με προθυμία, υποστηρίζω, προστατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκαλιά. ΠΑΡ. αγκάλιασμα, αγκαλιαστός] …   Dictionary of Greek

  • περιλαμπαστός — και περλαμπαστός, ή, ό, Ν [περιλαμπάζω] αυτός που τόν έχουν αγκαλιάσει, ο αγκαλιαστός. επίρρ... περιλαμπαστά και περλαμπαστά Ν με εναγκαλισμό, αγκαλιασμένα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»